- στρογγυλόκαυλος
- -ον, Ααυτός που έχει στρογγυλό καυλό, στρογγυλό κοτσάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + καυλός (πρβλ. μεγαλό-καυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρογγυλόκαυλον — στρογγυλόκαυλος with a round stalk masc/fem acc sg στρογγυλόκαυλος with a round stalk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek